επαχλύω

επαχλύω
ἐπαχλύω (AM)
1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω
2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”